θεσμοθέτης

θεσμοθέτης
ο
θηλ. θεσμοθέτιδα, η αυτός που κωδικοποιεί θεσμούς (έθιμα και νόμους), νομοθέτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεσμοθέτης — lawgiver masc nom sg θεσμοθετέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθέται — θεσμοθέτης lawgiver masc nom/voc pl θεσμοθέτᾱͅ , θεσμοθέτης lawgiver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθετῶν — θεσμοθέτης lawgiver masc gen pl θεσμοθετέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέταις — θεσμοθέτης lawgiver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτην — θεσμοθέτης lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτου — θεσμοθέτης lawgiver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτῃ — θεσμοθέτης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτις — η βλ. θεσμοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοθέτης*] …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθετώ — (ΑΜ θεσμοθετῶ, έω) [θεσμοθέτης] θεσπίζω νόμους νεοελλ. καθιερώνω αρχ. είμαι θεσμοθέτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”